τζάμπα

τζάμπα
και τσάμπα Ν
επίρρ.
1. χωρίς χρήματα, χωρίς πληρωμή, δωρεάν
2. πολύ φθηνά, πάμφθηνα
3. φρ. α) «τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι» — είναι ευπρόσδεκτη οποιαδήποτε δωρεά όσο μικρής αξίας κι αν είναι
β) «[πήγε ή χάθηκε] τζάμπα και βερεσέ»
[χάθηκε ή πέθανε] εντελώς άδικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. caba].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τζάμπα — επίρρ. τροπ. (λ. τουρκ.), δωρεάν, χωρίς πληρωμή: Δεν πλήρωσα, το πήρα τζάμπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμάκα — η 1. η απόκτηση και απόλαυση αγαθών σε βάρος άλλων, το να ζει κανείς σε βάρος άλλων, ο παρασιτισμός 2. κλοπή, αρπαγή 3. (ως επίρρ.) δωρεάν, χάρισμα, τζάμπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. φρ. a macca «άφθονα, πλουσιοπάροχα». ΠΑΡ. νεοελλ. αμακαδόρος,… …   Dictionary of Greek

  • ζουρνατζής — ο (Μ ζουρνατζής) ο μουσικός που παίζει ζουρνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζουρνάς + κατάλ. (α)τζής (πρβλ. παγωτ ατζής, τζαμπα τζής)] …   Dictionary of Greek

  • μούχτι — και μπούχτι, το 1. χορτασμός. 2. (στην Κύπρο) (ως επίρρ.) δωρεάν, τζάμπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μπουχτίζω] …   Dictionary of Greek

  • τσάμπα — Ν επίρρ. βλ. τζάμπα …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • geaba — GEÁBA adv. (pop.) în zadar, zadarnic, degeaba. – Din tc. caba. Trimis de gall, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  GEÁBA adv. v. degeaba, gratis, gratuit, inutil, zadarnic. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime  geába adv …   Dicționar Român

  • δωρεάν — επίρρ. τροπ., χωρίς πληρωμή ή αμοιβή, τζάμπα: Τις Κυριακές η είσοδος στο μουσείο είναι δωρεάν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρακαδόρος — ο θηλ. όρα και όρισσα αυτός που συστηματικά και χωρίς ντροπή παίρνει τζάμπα από άλλον, σελέμης, αμακαδόρος: Τρακαδόρος στα τσιγάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσάμπα — επίρρ., βλ. τζάμπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”